Στις 26 Φεβρουαρίου 2004 σήκωσα τη φωτογραφική μου μηχανή και πάτησα το κουμπί∙ χωρίς να το ξέρω τότε, αποτύπωνα όχι απλώς μια εικόνα, αλλά ένα ολόκληρο κομμάτι της ζωής μου. Το Πάρκο Κεραιών στον Υμηττό ήταν ο τόπος της δουλειάς μου, αλλά και το σκηνικό μιας καθημερινότητας γεμάτης ένταση, προσπάθεια, και εκείνη τη σπάνια αίσθηση ότι συμμετέχω σε κάτι μεγαλύτερο από μένα.
Τα μεταλλικά δάση από κεραίες υψώνονταν γύρω μου σαν φρουροί της επικοινωνίας. Άλλες γυαλιστερές, άλλες φαγωμένες από τα χρόνια και τον άνεμο, όλες όμως ζωντανές, γιατί μέσα από αυτές περνούσαν φωνές, μουσικές, εικόνες που ταξίδευαν στην Αθήνα και πιο πέρα. Κάθε κοντέινερ, κάθε συρματόσχοινο, κάθε μηχάνημα κουβαλούσε μνήμες από ώρες δουλειάς, αγωνίας και περηφάνιας.
Θυμάμαι τον άνεμο να φυσάει και να σφυρίζει ανάμεσα στους ιστούς, τον βόμβο των γεννητριών να γίνεται υπόκρουση της ημέρας, και τον δρόμο από χαλίκι να με οδηγεί κάθε φορά σε μια νέα βάρδια, σε μια νέα πρόκληση. Από εκεί ψηλά έβλεπα την πόλη να απλώνεται – σαν ένας ζωντανός οργανισμός που ανασαίνει. Κι εγώ, μέσα από τη δουλειά μου, ήμουν κομμάτι αυτής της ανάσας.
Η φωτογραφία σήμερα δεν μου δείχνει απλώς έναν χώρο γεμάτο κεραίες και καλώδια. Μου δείχνει εμένα τότε: τον κόπο μου, τα όνειρά μου, την αίσθηση ότι βρισκόμουν στην καρδιά της τεχνολογίας της εποχής∙ εκεί όπου η δουλειά γινόταν γέφυρα που ένωνε ανθρώπους. Είναι μια εικόνα-καθρέφτης μιας εποχής που πέρασε, αλλά που θα με συνοδεύει πάντα με νοσταλγία και περηφάνια.








