
Καθώς έδυε ο ήλιος και τα χρώματα έσβηναν, ένα μικρό ρίγος πέρασε από το κορμί μου – ίσως από τη δροσιά, ίσως από την ένταση της ομορφιάς που είχα ζήσει. Σηκώθηκα αργά, λες και δεν ήθελα να διαταράξω ούτε το νερό, ούτε την αίσθηση. Στο δρόμο προς το σπίτι, οι πρώτες νυχτερινές σκιές άπλωναν τις σιωπές τους. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Ήθελα να κρατήσω μέσα μου εκείνο το φως, σαν φυλαχτό. Δεν συμβαίνουν συχνά τέτοιες στιγμές – ή μάλλον, συμβαίνουν, αλλά σπάνια τις προσέχουμε.
Σκέφτηκα πόσα πράγματα κυνηγάμε καθημερινά, πόσο γεμίζουμε το μυαλό μας με θορύβους, ειδοποιήσεις, έγνοιες. Κι όμως, η ψυχή μας διψά για κάτι τόσο απλό: ένα ηλιοβασίλεμα, λίγη θάλασσα και το αίσθημα πως ανήκεις – εδώ, τώρα, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση.
Απόψε, νιώθω πιο ήσυχος από καιρό. Όχι επειδή άλλαξε κάτι δραματικά στη ζωή μου. Αλλά επειδή θυμήθηκα πώς είναι να κοιτάς τον κόσμο χωρίς να προσπαθείς να τον εξηγήσεις. Να τον αγαπάς έτσι όπως είναι. Αύριο θα συνεχίσει η ροή των πραγμάτων. Αλλά κάτι μέσα μου έχει μείνει εκεί – σ’ εκείνη την ακτή, σ’ εκείνο το φως. Κι αυτό, όσο κι αν φαίνεται μικρό, είναι μεγάλο. {το μοντέλο στην φωτό είναι η επί 40 έτη Σύζηγος}