
Στις 16 Ιουνίου 2025, όταν βρέθηκα μπροστά από τα πανάρχαια τείχη των Ιωαννίνων, εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει, σίγουρα ένιωσα κάτι βαθύτερο απ’ ό,τι μπορεί να περιγράψει εύκολα κανείς. Η σιωπή του τόπου, ο ήλιος που έπεφτε στα πέτρινα τόξα, η σκιά των ψηλών πεύκων που ακουμπούσε τους αιώνες της Ιστορίας — όλα μου ψιθύριζαν ιστορίες από μάχες, πολιορκίες, θρύλους και παλιές αγάπες.
Καθώς περπατούσα στο λιθόστρωτο δρομάκι, ένιωσα να με διαπερνά μια αίσθηση δέους και γαλήνης. Η πέτρα αυτή, δουλεμένη και φθαρμένη από τον χρόνο, έμοιαζε να φυλάει καλά τα μυστικά της Ηπείρου. Ήταν σαν να συνομιλούσα με το παρελθόν χωρίς λόγια, μόνο με βλέμματα, ανάσες και καρδιοχτύπια.
Το βλέμμα μου στάθηκε για λίγο στα παράθυρα των σπιτιών, εκεί που παλιά ίσως κρυφοκοίταζαν μάτια γεμάτα όνειρα ή αγωνία. Και καθώς ένα δροσερό αεράκι πέρασε ανάμεσα από τα πεύκα, ένιωσα τη μαγεία αυτού του τόπου να μου αγγίζει την ψυχή.
Θυμήθηκα παιδικά μου διαβάσματα για τον Αλή Πασά και το Κάστρο και ένιωσα για πρώτη φορά τόσο έντονα τι σημαίνει να πατάς πάνω στα χνάρια αιώνων. Κι εκείνη η στιγμή —μια απλή στάση μπροστά από τη μεγάλη πέτρινη πύλη— μετατράπηκε σε μια προσωπική, εσωτερική τελετουργία: μια επανασύνδεση με την ιστορία, την ταυτότητά μου, το ίδιο το πνεύμα του τόπου.
Μια εικόνα, μια μέρα, ένα βήμα σε μια αψίδα του χρόνου. Και μέσα μου, χαραγμένη για πάντα αυτή η αίσθηση: πως πέρασα από εκεί… και για λίγο, ήμουν κι εγώ κομμάτι της Ιστορίας.