Στην άκρη του Πειραιά, εκεί που η θάλασσα συναντά τον ουρανό και το φως του ήλιου χάνεται στον ορίζοντα, στέκει μόνος του ο Λέων. Ένα αθάνατο άγαλμα, μια ψυχή φυλακισμένη σε πέτρα, ατενίζει με νοσταλγία το παρελθόν. Ποτισμένος από τις μνήμες αιώνων, αναπολεί τις μέρες που στεκόταν περήφανος στο λιμάνι, ο άγρυπνος φύλακας των πλοίων και των ανθρώπων που ζούσαν κάτω από τη σκιά του.
Κάποτε, κάθε βράδυ, ο άνεμος ψιθύριζε στο πέτρινο αυτί του τις ιστορίες των ναυτικών, τα μυστικά του κόσμου. Τώρα, μόνο σιωπή. Η βουβή πίκρα της αρπαγής του από τον τόπο που αγαπούσε βαραίνει την καρδιά του. Θυμάται τον Μοροζίνι, που με βία τον άρπαξε το 1687, ξεριζώνοντάς τον από την πατρογονική του γη, και οδήγησε την ψυχή του σε μια ξένη γη, μακριά από τις αναμνήσεις και την ταυτότητά του.
Ο Λέων, που κάποτε ήταν το σύμβολο της δύναμης και του μεγαλείου, τώρα στέκει μόνος, μια σκιά του παρελθόντος. Τα μάτια του, σκαλισμένα από πέτρα αλλά γεμάτα ζωή, αντικρίζουν το απέραντο γαλάζιο, αναζητώντας τις μέρες εκείνες που ήταν ζωντανός, μέρος του κόσμου που φύλαγε. Μα η θάλασσα πια δεν του απαντά, μόνο κύματα φέρνουν τη θλίψη της μοναξιάς. Και έτσι, ο Λέων του Πειραιά, με την ψυχή βαριά από τις αναμνήσεις, ατενίζει το παρελθόν, μόνος με τις σκέψεις του, μα πάντα περήφανος για την προσφορά του, για τη φύλαξη του αγαπημένου του λιμανιού.