Ένα ταξίδι μέσα στο φως και την αιωνιότητα της στιγμής. Στο μεταίχμιο της νύχτας με τη μέρα, εκεί που ο κόσμος ακόμη ψιθυρίζει στα όνειρα, ο φακός μου απέσπασε από τον χρόνο μια σπάνια, ιερή σιωπή. Είναι η ώρα που δεν ανήκει σε κανέναν – μονάχα στη φύση και στους λίγους που ξέρουν να την αφουγκράζονται.
Ο ήλιος δεν ανατέλλει απλώς· ξεπροβάλλει σαν υπόσχεση. Σαν χρυσή μπίλια μέσα σε θάλασσα από κεχριμπάρι, κυλά πάνω απ’ τους κυματιστούς λόφους, βάφοντας τον ουρανό με αποχρώσεις που δεν έχουν ακόμη ονόματα. Πορτοκαλί, μωβ και φλογερό ροδί ενώνονται σαν πινελιές σε καμβά παλαιού ζωγράφου που ξέρει καλά πώς να συγκινεί δίχως λέξεις.
Τα δέντρα – με πρώτα εκείνα τα γυμνά, σχεδόν σκελετωμένα κλαδιά – μοιάζουν να γέρνουν με δέος μπροστά στο θαύμα. Δεν στέκουν απλώς στη σκιά του πρωινού· προσεύχονται. Ακίνητα, παγωμένα από την ομορφιά, σαν να έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτό το φως δεν είναι από αυτά που κρατάνε πολύ· είναι από εκείνα που έρχονται για να αγγίξουν τις ψυχές και ύστερα χάνονται.
Ο ορίζοντας, με τους απαλά σχηματισμένους λόφους, μοιάζει με σεντόνι απλωμένο για να ξαπλώσει η πρώτη ακτίνα. Και κάθε σκιά, κάθε λεπτομέρεια στη σιλουέτα του τοπίου, λειτουργεί σαν υπενθύμιση της παροδικότητας των πραγμάτων – μα και της αιώνιας ομορφιάς τους.
Είναι μια φωτογραφία που δεν μιλά στον φακό, αλλά απευθείας στην καρδιά. Ένας ύμνος στη σιωπηλή αρχή μιας ημέρας, σ’ εκείνη τη λεπτή στιγμή που δεν έχει ακόμη ακουστεί κανένα βήμα, καμία φωνή, και όμως το σύμπαν φωνάζει: “Ξύπνα – είσαι ζωντανός.”
Μια στιγμή ανεκτίμητη, που την αιχμαλώτισα, εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό στο Δίλοφο – και που τώρα ζει ξανά, μέσα από το φως, τα χρώματα και την ποίηση της φύσης.








