
Το βράδυ της Τρίτης 17 Ιουνίου, καθώς στεκόμασταν με την Σύζυγο οι δυο μας στη σιγαλιά της όχθης, μπροστά στην απέραντη γαλήνη της λίμνης των Ιωαννίνων, κάτι μέσα μου μαλάκωσε, βυθίστηκε, και άρχισε να ανασαίνει αλλιώς.
Δεν μιλούσαμε πολύ. Δεν υπήρχε λόγος. Η παρουσία της ήταν δίπλα μου ήσυχη, σταθερή, ακριβώς όπως και όλα εκείνα που δεν λέγονται – αλλά υπάρχουν. Το φως του δειλινού, η αντανάκλαση των τελευταίων χρωμάτων στον καθρέφτη του νερού, οι μακρινές κουκκίδες φωτός από το νησάκι… όλα αυτά δεν ήταν μόνο όμορφα. Ήταν μια αγκαλιά.
Ένιωθα σαν να ξεκουραζόταν η ψυχή μου. Σαν να καθάριζε από σκέψεις, από βιασύνη, από βάρος. Επέστρεφε στον εαυτό της. Όλα όσα μας κρατάνε μέσα στην ημέρα – υποχρεώσεις, φωνές, ανησυχίες – έσβηναν με τον ήχο του νερού που χάιδευε την όχθη.
Και μέσα μου γεννήθηκε ξανά η επίγνωση πως το να στέκεσαι δίπλα σε κάποιον που αγαπάς, σε αυτή τη σιωπή που δε χρειάζεται μετάφραση, είναι ίσως η πιο ουσιαστική μορφή πληρότητας. Δεν ήθελα τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Μονάχα να μείνει λίγο ακόμα το φως, να κρατήσει λίγο ακόμα αυτή η μαγική διαύγεια που έχει η σιωπή όταν νιώθεις ασφαλής.
Ένα βράδυ απλό, κι όμως τόσο βαθύ. Από αυτά που δεν τα θυμάσαι για όσα έγιναν – αλλά για όσα ένιωσες. Και εκείνη τη νύχτα, ένιωσα πως όλα ήταν στη θέση τους.