
Η επίσκεψή μου στις 5 Νοεμβρίου 2016 στο The Ranch στο Σοφικό Κορινθίας αποτελεί αναμφίβολα μια από εκείνες τις στιγμές που μένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη – σαν μια σελίδα βγαλμένη από κινηματογραφική ταινία της Άγριας Δύσης, αλλά με άρωμα ελληνικής φύσης και οικογενειακής θαλπωρής.
Μέσα σε έναν χώρο που μοιάζει με αληθινό σκηνικό western – με το ξύλινο Saloon, την τράπεζα, τα καλοσυντηρημένα μονοπάτια, τις φάρμες με ζώα, τις ιππικές διαδρομές και τα παραδοσιακά καταλύματα – η κάθε μου βόλτα γινόταν μικρή περιπέτεια. Ήχοι από παιδικά γέλια, το χλιμίντρισμα των αλόγων και η μυρωδιά του φρέσκου ξύλου συνόδευαν κάθε μου βήμα. Όλα αυτά κάτω από τον απαλό ήλιο του Νοέμβρη, που έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ζεστή.
Ήταν εκείνη η μέρα που ο χρόνος φαινόταν να κυλά πιο αργά, όχι από πλήξη αλλά από ευχαρίστηση. Περπατούσα στο πλακόστρωτο ανάμεσα σε κόσμο χαμογελαστό, μικρούς και μεγάλους, ντυμένους με καουμπόικα καπέλα, να τρώνε παγωτά και να απολαμβάνουν τις δραστηριότητες. Ήμουν κομμάτι ενός ζωντανού παραμυθιού που ενώνει τη φύση, την παράδοση και την παιδική καρδιά.
Ίσως θυμάμαι εκείνη τη στάση στο σαλούν, τις εικόνες με τα παιδιά να ταΐζουν τα ζώα, ή μια στιγμή σιωπής κοιτάζοντας το πράσινο των γύρω λόφων που αγκαλιάζουν το Ράντσο. Ό,τι κι αν με άγγιξε περισσότερο εκείνη την ημέρα, σίγουρα άφησε μέσα μου μια γλυκιά αίσθηση ξεγνοιασιάς και νοσταλγίας. Ήταν από αυτές τις εκδρομές που δεν χρειάζεται να πω πολλά – τις θυμάμαι γιατί με γέμισαν.
Αναμνήσεις όπως αυτή γίνονται σημεία αναφοράς. Και κάθε φορά που τις φέρνω στον νου, επιστρέφω για λίγο στο ξύλινο μονοπάτι του The Ranch, με έναν καφέ ή ένα παγωτό στο χέρι, και ένα χαμόγελο ψυχής.