
Στην κορυφή του Υμηττού, ένα φθινοπωρινό πρωινό της 26ης Οκτωβρίου 2006, ο ήλιος ξεπροβάλλει αργά, δειλά, σαν να χαϊδεύει τον ορίζοντα με τα πρώτα του δάχτυλα φωτός. Κάτω απ’ τα πόδια του θεατή, ένα πέλαγος από σύννεφα κυλά απαλά, σιωπηλό και μυστηριώδες, σαν θάλασσα που ξέχασε τον άνεμο. Η γη έχει χαθεί· μόνο ουρανός και φως υπάρχουν πια.
Ο θεατής νιώθει μικρός και αχανής ταυτόχρονα. Σαν να στέκεται στο κατώφλι ενός ονείρου, εκεί όπου το φως γεννιέται και η ψυχή μπορεί να πετάξει. Ο ήλιος δεν είναι πια μόνο αστέρι. Είναι υπόσχεση. Ελπίδα. Καινούρια αρχή.
Ο ουρανός, βαμμένος σε πορτοκαλιές και λιλά αποχρώσεις, μιλά χωρίς λέξεις, και το βλέμμα χάνεται βαθιά, προς την Εύβοια, πίσω απ’ το λευκό πέπλο των νεφών, που μοιάζει να αγκαλιάζει τη γη με ευλάβεια. Η στιγμή ακίνητη, αιώνια. Ο χρόνος σωπαίνει. Η καρδιά σιγοψιθυρίζει ένα “ευχαριστώ” για την ομορφιά που δεν χωρά σε λόγια.
Είναι η σιωπή που γεμίζει το είναι, η ευγνωμοσύνη που τρέμει στο στήθος, η δέηση που γεννιέται χωρίς προσευχή: Να μείνεις λίγο ακόμη εδώ. Στο ύψος του φωτός. Πέρα απ’ τα σύννεφα. Πέρα απ’ την καθημερινότητα. Στην κορυφή της ψυχής.