
Καθώς στεκόμουν εκεί, στις 21 Απριλίου του 2017, και άφηνα το βλέμμα μου να χαθεί πάνω στον ιστορικό βράχο της Ακρόπολης, ένιωσα την ψυχή μου να γαληνεύει. Ήταν σαν ο χρόνος να σταμάτησε για λίγο – σαν να άνοιξε μια μυστική πόρτα στο παρελθόν.
Ο Παρθενώνας, αγέρωχος πάνω στον βράχο, φάνταζε όχι μόνο σαν σύμβολο του πολιτισμού, αλλά σαν άγρυπνος φρουρός μιας πόλης που αντέχει, που ζει, που ονειρεύεται. Και κάτω απ’ αυτόν, οι γειτονιές – η Πλάκα, το Μοναστηράκι, τα σοκάκια με τα παστέλ σπίτια – ανέδιδαν μια ζωντανή ανάσα, γεμάτη από φωνές, γέλια, αρώματα και ρυθμούς.
Στην καρδιά μου γεννήθηκε ένα περίεργο δέος – μείγμα περηφάνειας, συγκίνησης και βαθιάς ευγνωμοσύνης. Ένιωσα κομμάτι αυτού του τόπου, αυτής της ιστορίας, αυτής της ομορφιάς.
Ήταν μια στιγμή όπου το βλέμμα μου δεν έβλεπε απλώς το τοπίο. Έβλεπε την Ελλάδα μέσα μου. Ένιωθα πως ό,τι κι αν αλλάζει στον κόσμο, αυτή η θέα, αυτό το φως, αυτή η πέτρα, θα με καλεί πάντα πίσω – όχι μόνο σαν ταξιδιώτη, αλλά σαν παιδί που επιστρέφει σε κάτι Μοναδικό.