Στο γλυκό ημίφως της αυγής, μια εικόνα μεθυστική από νοσταλγία και γαλήνη ξετυλίγεται. Η φωτογραφία, τραβηγμένη στην παραλία της Νέας Μάκρης πριν 12 χρόνια, είναι σαν να κρατά τον χρόνο ακίνητο, όπως ο φάρος μιας ανάμνησης. Ο ήλιος μόλις ανατέλλει, ένα ζωντανό κόσμημα στον ορίζοντα της θάλασσας, χαρίζοντας απαλές μωβ και πορτοκαλί αποχρώσεις στον ουρανό.
Ο παλιός, σιδερένιος φανοστάτης στέκεται σαν φύλακας της σιωπής, με τη σιλουέτα του να διαγράφεται σκοτεινή και κομψή μπροστά στη μαγεία του φυσικού τοπίου. Είναι ένας μάρτυρας αναρίθμητων πρωινών, γεμάτος ιστορίες που ποτέ δεν θα ειπωθούν.
Η θάλασσα απλώνεται ήρεμη, ο χρόνος μοιάζει να κυλά αργά, σαν να περιμένει την πρώτη πνοή του ανέμου να την ξυπνήσει. Στην καρδιά του θεατή, η εικόνα γεννά μια αίσθηση εσωτερικής ηρεμίας, αλλά και μια λεπτή, γλυκόπικρη νοσταλγία. Είναι ένας καμβάς που ψιθυρίζει μνήμες χαμένων καλοκαιριών και στιγμών όπου η ζωή κυλούσε ανεπιτήδευτα, σαν το κύμα στην ακτή.
Μια τέτοια εικόνα, πέρα από την απλότητα της, μιλάει στη ψυχή. Σαν έναν ψίθυρο από το παρελθόν, σε καλεί να αφεθείς σε σκέψεις, να αναρωτηθείς, να θυμηθείς και, ίσως, να ονειρευτείς.