Την πρώτη ημέρα του 2005, ανήμερα Πρωτοχρονιά, βρέθηκα στη Λιβαδειά και ένιωσα σαν να ξυπνούσα μέσα σε ένα παραμύθι. Εκεί, ανάμεσα στα πλατάνια και τα νερά που κυλούσαν γάργαρα, στεκόταν αυτό το πέτρινο γεφύρι — ένα αριστούργημα της φύσης και της ανθρώπινης τέχνης, σε πλήρη αρμονία.
.
Η εικόνα που αντικρίζω εδώ δεν είναι απλώς μια φωτογραφία, είναι η αποτύπωση μιας στιγμής απόλυτης γαλήνης και συγκίνησης. Το παλιό μονότοξο γεφύρι, καλυμμένο με πρασινάδα και βρύα, αγκαλιάζει τον ποταμό Ερκύνα με ευλάβεια, σαν φύλακας μιας αιώνιας υπόσχεσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το τοπίο.
.
Το νερό κυλούσε ήρεμα, καθαρό σαν δάκρυ χαράς, αντανακλώντας το φως του χειμωνιάτικου ήλιου και τους πράσινους τόνους των δέντρων. Κάθε ήχος —το κελάηδημα των πουλιών, το ελαφρύ πλατάγισμα του νερού πάνω στις πέτρες— δημιουργούσε μια συμφωνία ειρήνης.
Καθώς περπατούσα εκείνη την ημέρα πάνω από τις πέτρες που οδηγούν στο γεφύρι, αισθανόμουν μέσα μου ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, μια εσωτερική ανάταση. Ήταν σαν να με καλωσόριζε η φύση στο νέο έτος με μια σιωπηλή αγκαλιά.
.
Η Λιβαδειά εκείνη τη μέρα δεν ήταν απλώς ένας προορισμός. Ήταν μια εμπειρία βαθιάς σύνδεσης με το παρελθόν, με τη γη, με την ψυχή μου. Ένα ξεκίνημα γεμάτο ελπίδα, μέσα από την απλότητα και την ομορφιά του νερού, της πέτρας και του φωτός.








