Δεν έφυγαν. Τους πήρε η φωτιά. Τους τύλιξε απότομα, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς εξηγήσεις. Μέσα σε λίγα λεπτά, η ζωή έγινε στάχτη και οι δρόμοι, παγίδα θανάτου. Άνθρωποι τρέχανε να ξεφύγουν, να σώσουν τα παιδιά τους, να πιαστούν από την ελπίδα, κι όμως, η ελπίδα εκείνη τη μέρα κάηκε κι αυτή μαζί τους.
Κάθε σπίτι που χάθηκε, είχε μέσα του μια ιστορία. Κάθε φλόγα που χόρευε, ξέσκιζε μνήμες, έσβηνε πρόσωπα, έκοβε φωνές. Μητέρες, πατέρες, παιδιά, ηλικιωμένοι, ζευγάρια που χάθηκαν αγκαλιασμένα. Στιγμές που δεν τις χωρά ανθρώπινος νους, μόνο η σιωπή τις αφουγκράζεται.
Περισσότεροι από εκατόν είκοσι άνθρωποι χάθηκαν άδικα. Όχι από τη μοίρα, όχι από τη φύση, αλλά από μια αλυσίδα αδράνειας, σφαλμάτων, αδιαφορίας. Ένας λαός έμεινε να μετρά τους νεκρούς του, να ψάχνει απαντήσεις, να στέκεται μουδιασμένος μπροστά στο “γιατί”.
Από τότε, κάθε Ιούλη, η θάλασσα της Ανατολικής Αττικής δεν είναι η ίδια. Κουβαλά στις πνοές της τις τελευταίες ανάσες εκείνων που δεν πρόλαβαν. Ο ήλιος, όταν δύει εκεί, μοιάζει να πενθεί. Κι εμείς, όσοι μείναμε πίσω, υποσχόμαστε να μην ξεχάσουμε.
Δεν ξεχνάμε. Γιατί η μνήμη είναι το λιγότερο που τους οφείλουμε. Κι η δικαιοσύνη, το ελάχιστο που τους ανήκει. https://mati23718.gr








