Στο λιοντάρι της Χαιρώνειας, εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του Μαρτίου του 2006, αντίκρισα την αιωνιότητα σμιλεμένη σε πέτρα. Στέκεται επιβλητικό, μάρτυρας της ένδοξης Μάχης του 338 π.Χ., μια στιγμή παγωμένη στον χρόνο, όπου οι ψυχές των Θηβαίων Ιερολοχιτών ανέβηκαν στον ουρανό, υψώνοντας το μεγαλείο του ηρωισμού τους. Ο Φίλιππος Β’, αν και νικητής, αναγνώρισε τη γενναιότητα των αντιπάλων του, και σήκωσε αυτόν τον περήφανο λέοντα για να φρουρεί τον τόπο της θυσίας τους.
Το πέτρινο αυτό θηρίο, με το βλέμμα του στραμμένο προς το αχανές μέλλον, στέκει σαν αιώνιος φρουρός της μνήμης, μια ζωντανή ανάμνηση της θυσίας και του θριάμβου. Το βλέμμα του, γεμάτο αδάμαστο σθένος, με καλεί να συλλογιστώ τις ανυπέρβλητες ψυχές που κάποτε κοίταξαν τον θάνατο στα μάτια και δεν έσκυψαν το κεφάλι. Στις γραμμές του και στα σμιλεμένα του χαρακτηριστικά, κρύβεται η δύναμη, η αντοχή και η αποφασιστικότητα των Θηβαίων πολεμιστών, που η Ιστορία αναγνώρισε και σφράγισε με την επιβλητική αυτή μορφή.
Ο Λέων της Χαιρώνειας είναι κάτι περισσότερο από ένα μνημείο – είναι σύμβολο αθανασίας, μαρτυρία του τι σημαίνει να δίνεις τα πάντα για τα ιδανικά σου. Και εγώ, επισκέπτης εκείνης της ημέρας, γίνομαι κομμάτι αυτής της αιωνιότητας, συνδεδεμένος με τον ηρωισμό και την ανδρεία που ο χρόνος ποτέ δεν θα μπορέσει να σβήσει.