
Μια γαλήνια σκηνή ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μου στις 28 Μαρτίου του 2008 στην περιοχή της Παλαιάς Φώκαιας, σαν σε ζωγραφιά παλιάς εποχής, όπου το μπλε της θάλασσας συναντά το απαλό φως του ουρανού. Τα ψαροκάικα, στοργικοί θαλασσοπόροι του μόχθου, λικνίζονται απαλά στα κύματα, φορτωμένα με τα μυστικά της θάλασσας και τους καρπούς του μόχθου των ανθρώπων.
Στο πρώτο πλάνο, ένα μικρό καΐκι ξεχωρίζει, λευκό σαν περιστέρι, με δίχτυα και εργαλεία να κρέμονται σαν πολύχρωμες πινελιές μιας ζωής δεμένης με τη θάλασσα. Ένας ψαράς, μορφή λιτή, αγέρωχη και σμιλεμένη από τον αλμυρό αέρα, στέκεται στο κατάστρωμα, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στον ορίζοντα. Ίσως σκέφτεται το επόμενο ταξίδι, ίσως αναπολεί τις θύμησες που φέρνει κάθε κύμα.
Στο βάθος, η γη ανασαίνει γαλήνια, ένας οικισμός σκαρφαλωμένος στους λόφους, με τα σπίτια του να φωλιάζουν σαν μικρές λευκές κουκκίδες στην αγκαλιά της φύσης. Εκεί, η ζωή κυλά αργά, με τον ρυθμό της θάλασσας, με την αρμονία της ύπαρξης που ενώνεται με το υγρό στοιχείο.
Η εικόνα γεννά ένα αίσθημα ηρεμίας, μια γλυκιά νοσταλγία, μια ανάγκη να γίνω ένα με τη φύση, να αφεθώ στη μουσική του νερού, στο θρόισμα του ανέμου, στην απλότητα που κρύβει μέσα της τη μεγαλύτερη ευτυχία. Είναι μια στιγμή που μιλά για την αέναη σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα, για τον μόχθο και την ομορφιά της καθημερινότητας, για την ελπίδα που κρύβει κάθε καινούργια ανατολή.